αρνησικυρία — η αλλιώς βέτο, το (λ. λατιν.) 1. το δικαίωμα του αρχηγού του κράτους να αρνηθεί την επικύρωση νόμου: Ο πρόεδρος της δημοκρατίας δήλωσε πως θα κάνει χρήση του δικαιώματος της αρνησικυρίας, αν ψηφιστεί ένας τέτοιος νόμος. 2. το δικαίωμα ορισμένων… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άρνηση — (Φιλοσ.).Φιλοσοφική θεώρηση που απέκτησε μαθηματική υπόσταση με τη δημιουργία της μαθηματικής λογικής στα μέσα του 19ου αι. Ο Πλάτων στον Σοφιστή του αναφέρει για την ά. ότι «λόγος θεμελιακά είναι εκείνος που μπορεί να είναι αληθινός ή ψεύτικος,… … Dictionary of Greek
δημοψήφισμα — Όρος που υποδηλώνει δύο αρκετά διαφορετικές έννοιες. Σύμφωνα με την πρώτη, δ. είναι ο θεσμός με τον οποίο το εκλογικό σώμα καλείται να αποφασίσει, με άμεσο τρόπο, για τη χρησιμότητα ορισμένων νομοθετικών ή συνταγματικών πράξεων. Όπως προκύπτει… … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek
βέτο — το (λ. λατ. = απαγορεύω), η εξουσία που έχει κάποιος σε μια ομάδα ανθρώπων να δέχεται ή να ακυρώνει τις αποφάσεις των άλλων ή την εφαρμογή ενός νόμου, η αρνησικυρία: Η μητέρα μου πάντα προβάλλει βέτο στις σοβαρές αποφάσεις του σπιτιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)